- βουρκώνω
- -ωσα, βουρκωμένος1. μεταβάλλομαι σε βούρκο, θολώνω: Τα ποτάμια βούρκωσαν από τη λάσπη που κατέβασε το νερό της βροχής.2. σκοτεινιάζω: Ο καιρός βούρκωσε.3. μτφ., είμαι έτοιμος να δακρύσω, να κλάψω: Τα μάτια του βούρκωσαν από το παράπονο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.